ἀριστείου

ἀριστείου
ἀριστεῖα
the meed of valour
neut gen sg
ἀριστεῖος
belonging to the bravest
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βεντήρης, Κωνσταντίνος — (Καλαμάτα 1892 – 1960).Αξιωματικός του ελληνικού στρατού, αδελφός του Γεώργιου Βεντήρη (βλ. λ.). Σε ηλικία 18 ετών κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, με τον βαθμό του υπαξιωματικού, και τραυματίστηκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”